- αβολιδοσκόπητος
- -η, -ο [βολιδοσκοπώ]1. αυτός που δεν βυθομετρήθηκε με βολίδα, ο πολύ βαθύς2. μτφ. αυτός που οι διαθέσεις και οι σκέψεις του δεν έχουν διερευνηθεί, εξακριβωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβολιδοσκόπητος, -η — ο εκείνος που δεν έχει βολιδοσκοπηθεί, ρωτηθεί για τις διαθέσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβόλιστος — η, ο [βολίζω] αβολιδοσκόπητος, αβυθομέτρητος … Dictionary of Greek